Φρίντριχ, Γιόχαν

Φρίντριχ, Γιόχαν
(Friedrich, Πόξντορφ 1836 – Μόναχο 1917). Γερμανός ιστορικός και θεολόγος. Δίδαξε θεολογία και ιστορία της φιλοσοφίας στο Μόναχο. Υπήρξε ιδιαίτερα εκκλησιαστικός ιστορικός και τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ιστορία της Εκκλησίας στη Γερμανία (1867-69, 2 τόμ.), που αναφέρεται στην εποχή της μεροβίγγειας δυναστείας, και Ιστορία της A’ συνόδου του Βατικανού (1877-87, 3 τόμ.). Ο Φ. αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία το 1871, γιατί αντιτάχθηκε στη θέση για το αλάθητο του πάπα κατά την A’ σύνοδο του Βατικανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπέμερ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Jochann Friedrich Bohmer, Φρανκφούρτη 1795 – 1863). Γερμανός ιστορικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε διευθυντής της βιβλιοθήκης της ιδιαίτερης πατρίδας του (1830 63) και των ιστορικών μνημείων της Γερμανίας (1823 44) μαζί με τον Γ. X. Περτς. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ρίκερτ, Γιόχαν Μίχαελ Φρίντριχ — (Ruckert, 1788 – 1866). Γερμανός ποιητής και ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής της αραβικής, περσικής και σανσκριτικής στο πανεπιστήμιο της Ιένας και, αργότερα, στο Ερλάνγκεν (1826), και στο Βερολίνο (1841). Ως λυρικός ποιητής, άντλησε κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

  • Ρίχτερ, Γιόχαν Πάουλ Φρίντριχ — (Richter, Βουνζίντελ, Φραγκονία 1763– Μπαϊρόιτ 1825). Γερμανός συγγραφέας και παιδαγωγός. Άρχισε τις θεολογικές σπουδές του στη Λιψία και τις διέκοψε το 1784 για vα αφιερωθεί στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. Το 1790 ίδρυσε το δημοτικό σχολείο… …   Dictionary of Greek

  • Τσέλνερ, Γιόχαν Καρλ Φρίντριχ — (Zolner, Βερολίνο 1834 – Λιψία 1882). Γερμανός αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής της αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας και ασχολήθηκε με τη φασματοσκοπία και με πολλούς άλλους κλάδους της φυσικής. Οι έρευνές του στην ουράνια φωτομετρία είχαν …   Dictionary of Greek

  • Χέρμπαρτ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Herbart, Όλντενμπουργκ, Κάτω Σαξονία 1776 – Γκέτινγκεν 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Μαθητής στην Ιένα του Φίχτε και του Σίλερ, το 1802 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Γκέτινγκεν, όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”